- 28/08/2019
- Φορολογικά

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να εξηγήσουμε τι σημαίνει νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή αλλιώς “ξέπλυμα χρήματος». Η εξήγηση είναι απλή, εάν κάποιος προσπαθήσει να συγκαλύψει την πηγή εσόδων του, που πολλές φορές μπορεί να προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες όπως εμπόριο όπλων, αρχαιοτήτων, διακίνηση ναρκωτικών, διακίνηση μεταναστών, παράνομο εμπόριο κ.λ.π., με κυριότερο σκοπό να τα περάσουν στην υγιή οικονομία.
Βάσει της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και τα παρακάτω:
Η απόκτηση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσής της, καθώς επίσης και η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε τρόπο, όσον αφορά την προέλευση, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.
Η φοροδιαφυγή είναι βασικό αδίκημα και η διάπραξή της επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών εάν οι φόροι στα αδήλωτα εισοδήματα η περιουσιακά στοιχεία υπερβαίνουν το ποσό των 100.000 ανά έτος και ανά είδος φόρου, ή ο φόρος προστιθέμενης αξίας από αδήλωτα έσοδα από πωλήσεις κ.λ.π., υπερβαίνουν το πόσο των 50.000 ανά έτος ή εάν οποιοσδήποτε άλλος παράτυπος φόρος, δασμός ή εισφορά ανήλθε σε περισσότερα από 100.000. Επισημαίνεται επίσης ότι η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο που ξεπερνούν τα 200.000 ορίζεται ως βασικό αδίκημα, όπως και υποθέσεις για λοιπά ποινικά αδικήματα ή αδικήματα που μπορεί να διευθετηθούν μέσω εξωδικαστικού συμβιβασμού, μπορεί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου.
Το αδίκημα της φοροδιαφυγής διαπράττει κάποιος όταν προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.
Η αποφυγή στην πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
Οι παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου.
Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Τιμωρείται επίσης με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.
Η Οικονομική διαφθορά εννοούμε ένα μεγάλο ποσοστό περιστατικών στο Δημόσιο από αδικήματα κακουργηματικής απιστίας που παρουσιάζουν ακόμα και ποινικές διώξεις. Οι υποθέσεις αυτές είναι αρκετές και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι κακουργηματικής απιστίας και δεν καταγράφονται επισήμως. Κάποιες υποθέσεις διαφθοράς ευτυχώς έχουν διερευνηθεί καταλλήλως και έχουν πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Κάποια από τα βασικά αδικήματα είναι η παράνομη διακίνηση μεταναστών και προσφύγων. Η Ελλάδα λόγω της θέσης της αποτελεί εύκολη για μεγάλο αριθμό παράτυπων οικονομικών μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι κατά πλειοψηφία έχουν ως τελικό προορισμό χώρες της Ευρώπης. Πριν μερικά χρόνια η Ελλάδα, λόγω του εμφύλιου πολέμου στη Συρία βρέθηκε αντιμέτωπη με μία τεράστια μεταναστευτική και προσφυγική ροή, όπου η παράνομη διακίνηση μεταναστών γινόταν μέσω εγκληματικών δικτύων διακινητών οι οποίοι είχαν τη βάση τους εκτός χώρας.
Το ποσοστό υποθέσεων εγκλημάτων κατά ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα οι κλοπές και οι ληστείες είναι ιδιαιτέρως υψηλό σε σχέση με το σύνολο των διαπραχθέντων αδικημάτων δημόσιας ασφάλειας. Τα παράνομα έσοδα από τα ανωτέρω αδικήματα είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστούν με ακρίβεια. Η ζημία που προκαλούν οι εγκληματικές οργανώσεις είναι μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή που προκαλείται από μεμονωμένους δράστες σε επίπεδο μικροεγκληματικότητας, καθόσον δρουν πιο οργανωμένα, μαζικά και με μεγαλύτερη τεχνική εξειδίκευση, στοχεύοντας σε υψηλότερα κέρδη. Ο στόχος των δραστών αποτελεί σημαντικό παράγοντα ως προς το ύψος των αποκομισθέντων κερδών.
Τα Οικονομικά αδικήματα είχαν πάντα μία σημαντική θέση στην εγκληματική δραστηριότητα για τόσο για μεμονωμένους δράστες όσο και για οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Οι περισσότερες απάτες διαπράττονται από μεμονωμένα άτομα τα οποία στοχεύουν σε άτομα τρίτης ηλικίας, πολίτες που επιδίδονται σε διαδικτυακές συναλλαγές προϊόντων. Ειδική περίπτωση απάτης αποτελεί η «εσωτερική» απάτη σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα έσοδα των οποίων συνήθως είναι υψηλά. Οι πράξεις αυτές συνήθως γίνονται με σύμπραξη δανειοληπτών με στελέχη των πιστωτικών ιδρυμάτων με ειδική στρατηγική για την διαδικασία παροχής δανείων.
Μία άλλη κερδοφόρα δραστηριότητα των εγκληματικών ομάδων είναι το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων, οινοπνευματωδών ποτών και καυσίμων, τα οποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (ΕΦΚ). Βάσει των στοιχείων, τα καπνικά προϊόντα, και ιδιαιτέρως τα τσιγάρα, αποτελούν το Νο1 παρανομίας στη χώρα μας, κι αυτό διότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση των καπνικών προϊόντων επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τους καταναλωτές στο να στρέφονται στην αγορά των λαθραίων.
Ο Τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει συνήθως μία σημαντική απειλή λόγω των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που παρέχει. Κάποιοι από τους παράγοντες είναι η χορήγηση δανείων, οι συναλλαγές πληρωμής όπως οι καταθέσεις, μεταφορά μετρητών από άλλες χώρες κ.λ.π.
Οι Ασφαλιστικές Εταιρίες είναι άλλη μία είσοδος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με πρώτη την ασφάλιση ζωής, αν και τα υπόλοιπα προϊόντα που παρέχονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα δεν προσφέρουν ενδιαφέρον για παράνομες δραστηριότητες.
Οι φορολογικοί – φοροτεχνικοί σύμβουλοι πρέπει να ενημερώσουν την Αρχή, σε περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που ενδεχόμενα ανακαλύψουν κατά την διάρκεια της λογιστικής, ελεγκτικής ή συμβουλευτικής τους εργασίας, για περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα.
Εάν δηλαδή οι Λογιστές παρατηρήσουν ή πέσει στην αντίληψή τους, κάποιες πράξεις φοροδιαφυγής να μην έχουν περιλάβει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέρος των εισοδημάτων τους, να μην έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή ακόμα εάν έχουν εκδώσει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, κ.λ.π., τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. ν 3691/2008 όπως ισχύει.
Οι λογιστές – φοροτεχνικοί λόγω της ειδικής φύσεως του αδικήματος της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η διαπίστωση φοροδιαφυγής ή πράξεων που υποκρύπτουν φοροδιαφυγή συνεπάγεται ταυτόχρονα και την ύπαρξη ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του ύποπτου χαρακτήρα αυτών. Οι λογιστές εάν έχουν κάποιες υποψίες ή υπόνοιες τέλεσης πράξεων φοροδιαφυγής από πελάτες τους κατά την εκτέλεση του έργου τους, οφείλουν να υποβάλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7. του ν. 3691/2008. Ακόμη ο ανεξάρτητος λογιστής και η λογιστική εταιρεία θα πρέπει να διατηρούν σχετικό αρχείο, άμεσα παραδοτέο στην ελεγκτική αρχή όταν αυτό ζητηθεί, που να αποδεικνύει την συνεχή εφαρμογή της παραπάνω πολιτικής ώστε να μην βρεθούν υπόλογοι για μη συμμόρφωση με τον νόμο. Η εφαρμογή δε της πολιτικής αυτής απαιτεί και την εκπαίδευση όλων των εργαζομένων στην αναγνώριση και αναφορά προς την εσωτερική διοίκηση της λογιστικής εταιρείας των πιθανών περιπτώσεων εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Οι φορολογικοί έλεγχοι αυξημένης βαρύτητας διενεργούνται από ειδικές υπηρεσίες της Α Α Δ Ε.
Οι υποθέσεις ελέγχονται κατά προτεραιότητα με βάση την επικινδυνότητα καθώς επίσης με στοιχεία από
εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή ακόμα με βάση κάποια άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Α Α Δ Ε και δεν δημοσιοποιούνται. Όλη η ελεγκτική εργασία κάθε υπόθεσης ξεχωριστά, καταχωρείται στο μηχανογραφικό σύστημα, από την έκδοση της εντολής ελέγχου έως την επίδοση της έκθεσης ελέγχου και την απόφαση του φόρου, γεγονός που ενισχύει τηn διαφάνεια της διαδικασίας.